- ρυμάρχης
- ὁ, Αεπιθεωρητής, επιτηρητής τών δρόμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥυμάρχην — ῥυμάρχης chief officer of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυμάρχας — ῥυμάρχᾱς , ῥυμάρχης chief officer of masc acc pl ῥυμάρχᾱς , ῥυμάρχης chief officer of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)